φιλόκηπος

φιλόκηπος
-ον, Α
αυτός που τού αρέσουν οι κήποι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + κήπος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φιλόκηπος — fond of a garden masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κήπος — Η τροποποίηση των φυσικών χαρακτηριστικών του εδάφους, σύμφωνα με ένα προκαθορισμένο σχέδιο και με τελικό σκοπό την επίτευξη ενός ευχάριστου στην όψη αισθητικού αποτελέσματος. Πραγματοποιείται με την εγκατάσταση χλοοταπήτων, καλλωπιστικών δέντρων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”